United Reporters, 28.12.2012
Ευμορφία Καραμπατάκη
 
Lohengrin, Teatro alla Scala, Dezember 2012
 

Ένας «ανώφελος» άθλος (Ρ.Βάγκνερ, «Λόενγκριν», Σκάλα του Μιλάνου)

 
«Επέτειος σαν αυτήν δεν θα ξανάρθει παρά μόνον σε… εκατό χρόνια», αναγγέλλει η εορταστική αφίσα της Σκάλας του Μιλάνου και ακριβολογεί. Διότι το 2013 (και ήδη πολύ νωρίτερα), ανασύρεται από τη λήθη (όπου ποτέ δεν είχε περιπέσει εντελώς), η παλιά διαμάχη: Βέρντι ή Βάγκνερ;

Οι δύο πυλώνες της όπερας, που δίχασαν το κοινό κάποτε, επανέρχονται για να μοιραστούν έναν κοινό εορτασμό: τα 200 χρόνια από τη γέννησή τους. Σε όλο τον κόσμο τα λυρικά θέατρα έχουν προγραμματίσει τιμητικές παραστάσεις (παρ΄ότι τα έργα των δύο μουσουργών ποτέ δεν εξέπεσαν από το ρεπερτόριο).

Φέτος λοιπόν, η απόφαση της Σκάλα του Μιλάνου, -του ιστορικότερου λυρικού θεάτρου της Ιταλίας και «θεματοφύλακος» του έργου του Βέρντι-, να επιλέξει ως εναρκτήρια παράσταση της σαιζόν τον «Λόενγκριν» του «αντιπάλου» Βάγκνερ, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.

Χρειάστηκε να «επέμβει» ο προέδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο (ο οποίος ωστόσο δεν παρέστη στην πρεμιέρα, καθώς ορίζει η παράδοση), δηλώνοντας ότι πρόκειται για «μία ανώφελη πολεμική», φράση που επανέλαβε ο μαέστρος της παράστασης και νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της Σκάλα, Ντάνιελ Μπάρενμπόϊμ.

Στον «Λόενγκριν» λοιπόν, την «πιο ιταλική όπερα» του γερμανού συνθέτη, μία ιδεώδης διανομή κλήθηκε να υποδυθεί τους ήρωες του μελοδράματος: Γιόνας Κάουφμαν, Άνια Χαρτέρος (Αννέτε Ντας, Άνν Πέτερσεν), Ρενέ Πάπε, Ζέλικο Λούσιτς, Έβελυν Χερλίτζιους, Τόμας Τόμασσον.

Ο σκηνοθέτης Κλάους Γκουτ, τήρησε την υπόσχεσή του για έναν αντιηρωϊκό, αντισυμβατικό Λόενγκριν. Η δράση δεν εκτυλίσσεται πλέον στον Μεσαίωνα, αλλά στην εποχή της σύνθεσης του έργου, στο ταραγμένο από κοινωνικές και πολιτικές επαναστάσεις μισό του 19ου αιώνα. Σ’ ένα σκηνικό (Κρίστιαν Σμιτ) που παραπέμπει σε εσωτερική αυλή παλαιάς κατοικίας, μ’ένα πιάνο μελέτης στην άκρη και χωρίς τον περίφημο κύκνο, η θριαμβευτική άφιξη του Λόενγκριν υποβιβάζεται στην αποκάλυψη, εν τω μέσω του πλήθους, ενός τρεμάμενου όντος σε εμβρυακή στάση, που, σφαδάζοντας από σπασμούς, τραγουδά τις πρώτες του φράσεις με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Ήδη, βρισκόμαστε πολύ μακρυά από το ηρωϊκό αρχέτυπο. Και η συνέχεια θα είναι ανάλογη. Φυσικά, ούτε ίχνος του περίφημου κύκνου, σήματος κατατεθέντος του βαγκνερικού ήρωα, που δείχνει να έχει εξοστρακιστεί από τις σύγχρονες παραστάσεις του «Λόενγκριν» (ούτε στην αντίστοιχη του Βερολίνου τον Απρίλιο, με τον Κλάους Φλόριαν Βογκτ υπήρχε).

Όσο για τους συντελεστές, ο Ρενέ Πάπε ερμήνευσε αβρά και με φωνητική πληρότητα τον ρόλο του βασιλιά Χάϊνριχ, ίσως κατώτερο των δυνατοτήτων του. Μία καλή Όρτρουντ μπορεί εύκολα να κλέψει την παράσταση (έχει συμβεί στο παρελθόν). Στην περίπτωση της Έβελυν Χερλίτζιους, στάθηκε ισοϋψής –αν όχι κάτι περισσότερο-, τόσο πλάϊ στην «αγγελική» Αννέτε Ντας της πρεμιέρας (άθλος το ν’αντικαταστήσει τις δύο άρρωστες πρωταγωνίστριες σε λιγότερο από 24 ώρες πριν από την πρεμιέρα), όσο και στις πιο «γήϊνες» Ανν Πέτερσον και Άνια Χάρτερος των επόμενων παραστάσεων, αποτελώντας ένα άξιο «αντίπαλον δέος».

Ο Τέλραμουντ του Τόμας Τόμασσον υπολείπεται σε φωνητική στιβαρότητα και υποκριτική πειθώ, κινδυνεύοντας να «καταβροχθισθεί» από την παρτεναίρ του Όρτρουντ της Έβελυν Χερλίτζιους, κατορθώνει ωστόσο in extremis να δώσει μία ευπρεπή ερμηνεία.

Ο Ζέλικο Λούσιτς, ακόμη και σε έναν μικρό ρόλο, αποδεικνύει την μεγάλη του κλάση και την εποχή φόρμας που διανύει.

Η Άνια Χαρτερος διαθέτει μία φωνή όχι απαραίτητα όμορφη ή μελωδική, αλλά εξαιρετική για δύσκολες αποστολές. Ως Έλζα, συνδυάζει την ευχέρεια στην ψηλή περιοχή, το καλοδουλεμένο φραζάρισμα, με μία εύθραυστη σκηνική παρουσία, ιδανική για τον ρόλο.

Ο Γιόνας Κάουφμαν εξέχει όταν καλείται να ερμηνεύσει σκοτεινούς, αντιφατικούς, πολυδιάστατους χαρακτήρες. Ως Λόενγκριν, έχει την ευκαιρία να επιδείξει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιέρωσαν ως τον κορυφαίο τενόρο της εποχής μας: τα εκπληκτικά πιανίσσιμι και μέτζα ντι βότσε, το ζεστό ηχόχρωμα σχεδόν βαρυτόνου, τις γεμάτες και σίγουρες ψηλές νότες, την μουσική ευφυία και ευαισθησία στην προσέγγιση κάθε ρόλου, σε συνδυασμό με μία αξιοθαύμαστη υποκριτική δεινότητα. Όχι μόνον ξιφομαχεί (όπως οφείλει να πράττει κάθε κάτοχος του ρόλου), αλλά επίσης καταλαμβάνεται από σπασμούς, διασχίζει τη Σκηνή ασταμάτητα, ενώ δεν διστάζει να τραγουδήσει σκηνές ολόκληρες με γυμνά πόδια μέσα στο νερό (κάτι που οποιοσδήποτε αντιλαμβάνεται πόσο άβολο κι επικίνδυνο είναι για έναν τραγουσιστή όπερας!).

Ωστόσο, αφήνει μία μάλλον πικρή γεύση, εφόσον όλος αυτός ο υποκριτικός (σε συνδυασμό με τον φωνητικό) άθλος, αποδεικνύεται κατά κάποιον τρόπο «ανώφελος». Θέτοντας στην υπηρεσία της σκηνοθεσίας το ταλέντο του, ενσαρκώνει ατόφιο το mal du siècle, πλάθοντας έναν ρόλο που θα μπορούσε να είναι –υποκριτικά τουλάχιστον- κάποιος άλλος του ρεπερτορίου του (ο Δον Κάρλο, ίσως).

Για το τέλος άφησα τον μαέστρο της παράστασης και προσωπικό μου είδωλο, Ντάνιελ Μπάρενμπόϊμ. Με αυτόν στο πόντιουμ, έχει συμβεί τα πιο χιλιακουεσμένα –και αγαπημένα βεβαίως- έργα, να ηχούν τελείως πρωτόγνωρα∙ το ίδιο κατόρθωσε και με τον Λόενγκριν, ήδη από την υποβλητική εισαγωγή της Πρώτης Πράξης. Παρ’ ότι, ενίοτε, η επιλογή ενός συγκεκριμένου τέμπο μπορεί να ξαφνιάζει, το τελικό αποτέλεσμα είναι πάντα υπέρ του έργου.

Εν κατακλείδι, φέτος στο Μιλάνο, δεν ανέβηκε ο Λόενγκριν που θα περίμενε ποτέ να δει κανείς, αλλά υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να είναι ο Λόενγκριν που δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει.






 
 
  www.jkaufmann.info back top